ἀνθρωπαρέσκου

ἀνθρωπαρέσκου
ἀνθρωπάρεσκος
man-pleaser
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανθρωπαρέσκεια — η (Μ ἀνθρωπαρέσκεια) η ιδιότητα του ανθρωπάρεσκου, η οποία μπορεί να συνδυάζεται με ιδιοτέλεια, επιδεικτικότητα, κενοδοξία, υποκρισία, αλαζονεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”